κιναιδώδης

κιναιδώδης
-ες (ΑΜ κιναιδώδης, -ῶδες) [κίναιδος]
αυτός που μοιάζει με κίναιδο ή που αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κιναιδώδης — after the fashion of catamites masc/fem acc pl (attic epic doric) κιναιδώδης after the fashion of catamites masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) κιναιδώδης after the fashion of catamites masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιναιδώδεις — κιναιδώδης after the fashion of catamites masc/fem acc pl κιναιδώδης after the fashion of catamites masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιναιδώδους — κιναιδώδης after the fashion of catamites masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • κίναιδος — ο (ΑΜ κίναιδος) ο άντρας που συνουσιάζεται με άντρα, ο παθητικός ομοφυλόφιλος, πούστης || (μσν. αρχ.) αισχρός και ανήθικος άνθρωπος («κίναιδος, ασελγής, μαλακός», Φώτ.) αρχ. 1. είδος θαλάσσιου ψαριού 2. κιναίδιον* 3. είδος πολύτιμου λίθου 4. στον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”